ΒHματα αντηχοYσαν κAτω από τις αρχαίες, διαβρωμένες καμάρες της μεγάλης στοάς, καθώς μια σκοτεινή σιλουέτα περπατούσε αργά μέσα στο σκοτάδι. Τριγύρω απλωνόταν μια βαριά, πυκνή ομίχλη που γλιστρούσε απαλά ανάμεσα στα ογκώδη δέντρα. Στην ατμόσφαιρα κυριαρχούσε μια νεκρική αύρα, ενώ ο αέρας είχε ποτίσει από το έντονο άρωμα των νυχτολούλουδων. Από μακριά ακούγονταν κουκουβάγιες και νυχτοπούλια με γλυκό κελάιδισμα. Αμέτρητα αστέρια λαμπύριζαν τρεμοπαίζοντας στον σκοτεινό ωκεανό του ουράνιου θόλου. Ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας φυσούσε απαλά πάνω από τα απέραντα δάση του αρχαίου βασιλείου του Vermeil. Το θρόισμα των φύλλων τους έμοιαζε με μυστικό ψίθυρο, σαν να μιλούσαν κάποια αρχαία γλώσσα που μόνο εκείνα γνώριζαν. Η γαλήνη της βραδιάς απάλυνε το βαρύ πένθος, στο οποίο είχε βυθίσει ολόκληρη τη χώρα ο πρόωρος χαμός του βασιλιά Eodwulf Valcor.
Στη μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα, Novaria, τα λάβαρα των ανακτόρων κυμάτιζαν μεσίστια. Η σιωπή της νύχτας έσπαγε από τα αργά, βαριά βήματα των περιπόλων που περιφέρονταν στους δρόμους με τις αναμμένες δάδες τους. Όλα τα φώτα του παλατιού είχαν, σχεδόν, σβήσει. Μόνο στην αίθουσα του θρόνου θα παρέμεναν αναμμένα για έναν ολόκληρο μήνα ως ένδειξη πένθους. Ήταν η περίοδος του κενού θρόνου, του επονομαζόμενου Sorg, και τα ηνία της χώρας είχαν περάσει στα χέρια της βασίλισσας, η οποία με τη σειρά της θα τα παρέδιδε στον πρωτότοκο διάδοχο του στέμματος.
Δίχως να έχει κάποιον να μοιραστεί τις σκέψεις του, ο μοναδικός υιός του βασιλιά, πρίγκιπας Edgar, αναζητούσε παρηγοριά ανάμεσα στα πράγματα και τις αναμνήσεις που άφησε ο πατέρας του. Το νεανικό, γεροδεμένο του κορμί είχε αποδυναμωθεί από την κούραση της αϋπνίας, κι έτσι το κουβαλούσε σαν βαρύ φορτίο. Τα άλλοτε λαμπερά, γαλανά του μάτια είχαν γεμίσει πόνο και θλίψη. Δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας από τους εορτασμούς της ενηλικίωσής του και στα δεκαοχτώ του χρόνια δεν περίμενε να αξιωθεί τον θρόνο του πολυαγαπημένου του πατέρα κατ’ αυτόν τον βίαιο τρόπο. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι του συνέβαινε και να εκλογικεύσει τα αίτια του αιφνίδιου θανάτου του, αλλά ήταν μάταιο. Ούτε η ίδια του η μητέρα, Destiny Valcor Duval, δεν μπορούσε να του προσφέρει τις απαντήσεις που έψαχνε.
Η νύχτα προχωρούσε αργά, σέρνοντας τον βαρύ, σκοτεινό της μανδύα κάτω από το χλωμό φως της σελήνης. Στα βόρεια τμήματα του βασιλείου, πάνω από τη Novaria, βρισκόταν το μικρό, ιερό νησί Valcorin. Στην καρδιά του δέσποζε το όρος Ankraa, όπου ήταν λαξευμένο το κοιμητήριο των βασιλέων, βαθιά στα σπλάχνα του.
Στον ουρανό, ο αστερισμός του Φοίνικα ξεπρόβαλε ολόλαμπρος, δείχνοντας την οδό της αθανασίας στους νεκρούς βασιλείς. Σύμφωνα με τους μύθους, στο κέντρο του βρισκόταν ο παράδεισος των βασιλέων και ηρώων τού Vermeil, το Haldran, με τις μεγαλοπρεπείς αίθουσες του Rangvel, όπου αναπαύονταν οι γενναίες ψυχές τους.
Ο Φοίνικας αποτελούσε σύμβολο λατρείας και έμβλημα της αυτοκρατορίας από τη γέννησή της έως το τέλος της Έκτης Εποχής. Στην ανατολή της έβδομης, οι δίδυμοι βασιλείς Leon και Eric Valcor, που αποτελούσαν το λεγόμενο διπλό στέμμα, έδωσαν τη θέση του στο μυθικό λιοντάρι Vaal.
Αφορμή στάθηκε η προδοσία του πατέρα τους, Lucien. Όντας ο πιο ισχυρός Valcor όλων των εποχών, μεθυσμένος από τη δύναμη της τυραννικής του εξουσίας συμμάχησε με τον εχθρό στον βιαιότερο πόλεμο που γνώρισε ποτέ η γη του Erden. Τον πόλεμο του Phlegethon. Από τότε, το σύμβολο του Φοίνικα παρέμεινε στη συνείδηση του κόσμου ως κάτι αρχαίο που συνοδεύει κυρίως τις θρησκευτικές και λατρευτικές παραδόσεις του Vermeil.
H σκοτεινή σιλουέτα βάδιζε με ελαφρά βήματα, κρατώντας στο χέρι ένα μικρό, παράξενο δενδρύλλιο, το lumin. Από τα λευκά, λεπτεπίλεπτα άνθη του ανάβλυζε αχνό φως που διαχεόταν στο σκοτάδι, φωτίζοντας τον δρόμο. Φορούσε μια μαύρη, συρτή κάπα με μεγάλη κουκούλα που κάλυπτε συνωμοτικά την ταυτότητα της μυστηριώδους μορφής.
Ξεπρόβαλε μπροστά στη Γέφυρα των Θρήνων, μια ογκώδη ψηλή γέφυρα με στιβαρές κολόνες που υψώνονταν αρκετά μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ήταν φτιαγμένη από πέτρα και μάρμαρο και ένωνε το Valcorin με τον κύριο όγκο του Vermeil, σχηματίζοντας την αρχή της Λεωφόρου των Νεκρών Βασιλέων. Διασχίζοντάς την ένιωσε τον δυνατό αέρα να υψώνει πελώρια κύματα που έπεφταν με βία πάνω στις βάσεις της. Στον βαθύ ορίζοντα, βαριά σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό. Ανάμεσά τους αστραπές φώτιζαν στιγμιαία τη μανιασμένη θάλασσα και βροντές έκαναν τη γη να σείεται.
Χοντρές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν με ορμή. Σκέπασε με την κάπα το lumin για να το προστατέψει και προχώρησε. Η καταιγίδα άρχισε να ξεσπά με όλη της τη δύναμη, καθώς τα σύννεφα πλησίαζαν. Αφήνοντας πίσω τη γέφυρα, συνέχισε στη λεωφόρο δίχως να φοβάται τους κεραυνούς που έσχιζαν τον ουρανό. Περπατούσε ανάμεσα στο πανάρχαιο Δάσος της Γαλήνης, παρατηρώντας τα χοντρά κλαδιά των πανύψηλων δέντρων να λυγίζουν σαν στάχια.
Στο βάθος του δρόμου αχνοφαίνονταν η Πύλη των Νεκρών, που βρίσκονταν στους πρόποδες του ιερού όρους. Φτάνοντας μπροστά της, σήκωσε το βλέμμα στη μυτερή κορυφή του. Έμοιαζε σαν να βρισκόταν στο επίκεντρο της θεομηνίας. Έσπρωξε με δύναμη την πελώρια, βαριά, χρυσή πόρτα και εισήλθε. Ο διαπεραστικός ήχος από τους σκουριασμένους μεντεσέδες αντήχησε μέχρι το βάθος του έρημου κοιμητηρίου. Έβγαλε κάτω από την κάπα το δενδρύλλιο και συνέχισε κατεβαίνοντας τα υγρά σκαλιά που οδηγούσαν στον νεκρικό προθάλαμο. Οι τάφοι ήταν λαξευμένοι στην καρδιά του όρους σε ένα σύμπλεγμα από κατακόμβες, που χωρίζονταν χρονολογικά σε μεγάλες πτέρυγες.
Φτάνοντας στον προθάλαμο, έσκυψε πάνω από το lumin ψιθυρίζοντας κάποια λόγια στην πανάρχαια γλώσσα του Χρυσού Γένους της Astræa, ή αλλιώς, στη γλώσσα των Θεών:
«Æsthour Tervis, Nash Luminus»
Με μιας, το φως του άρχισε να δυναμώνει αποκαλύπτοντας την αριστουργηματική τεχνική της στρογγυλής αίθουσας. Στο κέντρο της, δέσποζε το χρυσό άγαλμα του Φοίνικα. Με απλωμένα τα πυρακτωμένα του φτερά ξεπηδούσε από τις φλόγες της αναγέννησής του. Οι τοίχοι ήταν φιλοτεχνημένοι με νωπογραφίες που απεικόνιζαν σκηνές από τη δημιουργία του κόσμου και μερικά από τα σημαντικότερα ανδραγαθήματα των ενταφιασμένων βασιλέων. Ανάμεσά τους, δέος προκαλούσε η απεικόνιση της μάχης του Phlegethon, ο πόλεμος των Trinity και η μορφή του Πατέρα της γενιάς των Valcor, Ar’ Vaal Corr. Το πάτωμα ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτά σχέδια από χρυσό, γυαλί και ασήμι. Διάβηκε την πόρτα που βρισκόταν στο βάθος της αίθουσας και κατευθύνθηκε προς τις πτέρυγες των βασιλέων.
Η ατμόσφαιρα γινόταν ολοένα και πιο βαριά, το μόνο που ακουγόταν στη βαθιά σιωπή ήταν οι σταγόνες υγρασίας που έπεφταν από την οροφή. Πέρασε κάτω από πολυάριθμες καμάρες και εισόδους. Στάθηκε μπροστά σε μια μαρμάρινη, ορθογώνια σαρκοφάγο. Δεν ήταν μεγαλοπρεπής, ούτε είχε σκαλίσματα όπως οι υπόλοιπες.
Ακούμπησε το lumin πάνω στον επίπεδο τάφο, άπλωσε το χέρι με το μαύρο, δερμάτινο γάντι που φορούσε κι άγγιξε μια επιγραφή πάνω στο λευκό, παγωμένο μάρμαρο. “Eodwulf Valcor”. Έσκυψε ευλαβικά το κεφάλι κι έμεινε για λίγη ώρα δίχως να κουνηθεί.
Ένας οξύς ήχος διέκοψε με βία τη σιγή. Η διαπεραστική ηχώ των μεταλλικών μεντεσέδων της εισόδου μαρτύρησε ότι κάποιος ερχόταν. Πετάχτηκε πάνω με ταραχή και έπιασε το lumin. Με γρήγορες κινήσεις, το έβαλε κάτω από τη βαριά κάπα για να κρύψει το φως του. Στο βάθος της αίθουσας υπήρχε ένα μαρμάρινο άγαλμα. Τρύπωσε πίσω από την ογκώδη βάση του, κόντρα στον τοίχο, και περίμενε.
Μια ψυχρή, γυναικεία φωνή ακούστηκε να προστάζει επιτακτικά: «Ψάξτε παντού!» Έντονα βήματα αντηχούσαν για αρκετή ώρα στις αίθουσες του κοιμητηρίου. Αφουγκράστηκε. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον τέσσερις στρατιώτες που πηγαινοέρχονταν ψάχνοντας. Άξαφνα, οι πυρσοί τους φώτισαν την αίθουσα. Πλησίαζαν απειλητικά. Μάζεψε την άκρη της κάπας που προεξείχε και στριμώχτηκε όσο πιο πολύ μπορούσε.
Πέρασαν αρκετή ώρα ψάχνοντας, αλλά στο τέλος δε βρήκαν τίποτα και αποχώρησαν. Η βαριά πόρτα ακούστηκε να κλείνει. Περίμενε λίγη ώρα για να σιγουρευτεί ότι όλοι είχαν φύγει, τότε μόνο ξετρύπωσε από τη στενή κρυψώνα. Ξεσκέπασε προσεκτικά το lumin και έστρεψε το βλέμμα στο άγαλμα. Αντίκρισε ένα υπερήφανο λιοντάρι καθιστό στα πίσω πόδια του. Η πλούσια χαίτη του έμοιαζε να ανεμίζει, ενώ στην πλάτη έφερε ένα ζευγάρι ανοιγμένα φτερά και στο κεφάλι μια βαριά κορώνα.
Ύψωσε το δενδρύλλιο και το φως του φανέρωσε μια λεπτομέρεια, επιμελώς κρυμμένη, στην κόρη του δεξιού του ματιού. Ένα σύμβολο με λεπτές γραμμές που δε φαινόταν στα μάτια των κοινών ανθρώπων. Ένα ανάποδο ισόπλευρο τρίγωνο εσώκλειε τρεις μικρούς κύκλους στο εσωτερικό των γωνιών του. Από το κέντρο κάθε κύκλου δημιουργούταν ένα δεύτερο μικρότερο τρίγωνο όπου στο κέντρο του είχε έναν ακόμη κύκλο που εφάπτονταν στις πλευρές του.
Κατέβασε αργά αργά το χέρι, σαν να βρισκόταν σε βαθιά σκέψη. Γύρισε απότομα προς τη σαρκοφάγο του Eodwulf και την πλησίασε ξανά. Έσκυψε το κεφάλι και άγγιξε την επιγραφή για μια τελευταία φορά. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής με γοργό βήμα, βγήκε από τη μεγάλη είσοδο και χάθηκε βιαστικά στον ορίζοντα.
Copyright © 2024 — S. K. Dallís με επιφύλαξη κάθε δικαιώματος. Σχεδιασμός και υλοποίηση: Ευθύμιος Τάκος.
Όλα τα εμπορικά σήματα, τα λογότυπα, και οι επωνυμίες είναι ιδιοκτησία των αντίστοιχων εταιρειών ή/και κατόχων τους, και χρησιμοποιούνται σε αυτόν τον ιστότοπο μόνο για σκοπούς αναγνώρισης.